- λατρεία
- λατρείᾱ , λατρείαthe state of a hired labourerfem nom/voc/acc dualλατρείᾱ , λατρείαthe state of a hired labourerfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατρείᾳ — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
λατρεία — η η αγάπη και η αφοσίωση στο Θεό, η αγάπη σ ένα πρόσωπο: Κοίταξε τη γυναίκα του με λατρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατρείας — λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem acc pl λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… … Dictionary of Greek
λατρείαι — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρείαν — λατρείᾱν , λατρεία the state of a hired labourer fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρειῶν — λατρεία the state of a hired labourer fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρεῖαι — λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρείαις — λατρεία the state of a hired labourer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)